χαραδρώδης

χαραδρώδης
-ῶδες, ΜΑ [χαράδρα]
γεμάτος χαράδρες
αρχ.
1. ο όμοιος με χαράδρα
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε χαράδρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαραδρώδης — full of gullies masc/fem acc pl (attic epic doric) χαραδρώδης full of gullies masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) χαραδρώδης full of gullies masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραδρώδη — χαραδρώδης full of gullies neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χαραδρώδης full of gullies masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χαραδρώδης full of gullies masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραδρῶδες — χαραδρώδης full of gullies masc/fem voc sg χαραδρώδης full of gullies neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραδρώδεις — χαραδρώδης full of gullies masc/fem acc pl χαραδρώδης full of gullies masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραδρωδῶν — χαραδρώδης full of gullies masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραδρώδεσι — χαραδρώδης full of gullies masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”